- ἐχρηματίζετ'
- ἐχρηματίζετο , χρηματίζωnegotiateimperf ind mp 3rd sgἐχρηματίζετε , χρηματίζωnegotiateimperf ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.